- συνθηρευτής
- ὁ, Α [συνθηρεύω]συνθηρατής*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνθηρευτῶν — συνθηρευτής masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνθηρευτάς — συνθηρευτά̱ς , συνθηρευτής masc acc pl συνθηρευτά̱ς , συνθηρευτής masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύνθηρος — ον, Α 1. αυτός που κυνηγά μαζί με κάποιον άλλο, ο συνθηρευτής* (α. «Τιγράνης, ὅς καὶ σύνθηρός ποτε ἐγένετο τῷ Κύρῳ», Ξεν. β. «σύνθηροι κύνες», Ανθ. Παλ.) 2. μτφ. αυτός που αναζητεί ή επιδιώκει κάτι από κοινού με κάποιον άλλο 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ… … Dictionary of Greek